παραπληρώνω

παραπληρώνω
παραπλήρωσα, παραπληρώθηκα, παραπληρωμένος, πληρώνω κάποιον με το παραπάνω: Δεν έχω παράπονο, γιατί ο άνθρωπος παραπλήρωσε τον κόπο μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραπληρώνω — πληρώνω περισσότερα από όσα υπολόγιζα («τόν παραπληρώνεις για τη δουλειά που σού προσφέρει») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”